τριετηρίδα — η 1. χρονικό διάστημα τριών ετών, τριετία. 2. η τρίτη επέτειος: Η τριετηρίδα της εκλογικής νίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριετηρίδα — τριετηρίς triennial festival fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
TRIETERICA — Bacchi sacra, quae tertiô quôque annô celebrabantur. Virg. l. 4. Aen. v. 302. Audito stimulant Trieterica Bacchi Orgia. Statius, Theb. l. 2. v. 661.. Non haec Trieterica vobis Nox patrio de more venit. Nic. Lloyd. Nempe duobus annis retroactis,… … Hofmann J. Lexicon universale
τριετηρικός — ή, όν, Α [τριετηρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μια τριετηρίδα 2. (για παρεμβολή εμβόλιμων ημερών) αυτός που γίνεται ανά τριετία … Dictionary of Greek
τριετία — η 1. χρονικό διάστημα τριών ετών. 2. η τρίτη επέτειος, η τριετηρίδα: Γιορτάζουν την τριετία του γάμου τους. 3. τρία χρόνια υπηρεσίας υπαλλήλου, που υπολογίζονται για χορήγηση επιδόματος: Αυξήθηκαν οι αποδοχές του· πήρε τριετία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)